Με ρυθμό 3,5% και 3,4% θα αναπτυχθεί η κυπριακή οικονομία το 2019 και το 2020 αντίστοιχα, εκτιμά το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών (ΚΟΕ) του Πανεπιστημίου Κύπρου στο δελτίο Οικονομικές προοπτικές που δημοσιοποίησε σήμερα, αναθεωρώντας προς τα πάνω την προηγούμενη εκτίμηση για ρυθμό ανάπτυξης 3,1% το τρέχων έτος. #neaxak(l) #neaxak(f) #neaxak(t)
Ευρύτερα, όπως εκτιμά το ΚΟΕ, στους κυριότερους παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση των προοπτικών περιλαμβάνονται οι θετικές επιδόσεις της κυπριακής οικονομίας τα προηγούμενα τρίμηνα, ο χαμηλός πληθωρισμός, η βελτίωση των συνθηκών στον εγχώριο τραπεζικό τομέα, η ισχυρή δημοσιονομική επίδοση στην Κύπρο, οι υποβοηθητικές χρηματοπιστωτικές συνθήκες και τα ψηλά επίπεδα οικονομικής εμπιστοσύνης.
Ο ρυθμός ανάπτυξης παρουσιάζει σημάδια επιβράδυνσης σε σύγκριση με το 3,9% του 2018, με τις ηπιότερες επιδόσεις να οφείλεται κυρίως σε μετριότερες επιδόσεις εγχώριων οικονομικών δεικτών, καθώς και στην επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης στην ΕΕ και στην ευρωζώνη, που αποτυπώνεται σε επίσημα στοιχεία και προπορευόμενους δείκτες, όπως σημειώνει το Κέντρο.
Ωστόσο, το ΚΟΕ επισημαίνει πως στις προοπτικές υπάρχουν και κίνδυνοι για χαμηλότερους από τους προβλεπόμενους ρυθμούς μεγέθυνσης, που θα μπορούσαν να προκύψουν από βραδύτερη πρόοδο στην απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα και στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το ψηλό δημόσιο χρέος σε συνάρτηση με την ισχυρότερη διασύνδεση μεταξύ τραπεζικού τομέα και κράτους και από πιθανό επιπρόσθετο δημοσιονομικό κόστος (π.χ. από δικαστικές αποφάσεις σχετικά με παλαιότερες αποκοπές μισθών στον δημόσιο τομέα, από την εφαρμογή του ΓΕΣΥ).
Εξωγενείς κίνδυνοι στην προοπτική της οικονομίας ενδέχεται να προκύψουν από μεγαλύτερη αβεβαιότητα σχετικά με την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, χαμηλότερους από τους αναμενόμενους ρυθμούς μεγέθυνσης στην ευρωζώνη και στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και από γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Θετικότερες από τις προβλεπόμενες προοπτικές μπορούν να διαμορφωθούν λόγω ταχύτερης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και από μεγαλύτερο βαθμό υλοποίησης επενδύσεων από ό,τι αντανακλάται στους οικονομικούς δείκτες, καταλήγει το ΚΟΕ.