Συγκεκριμένους καθοδικούς κινδύνους στην κυπριακή οικονομία για την περίοδο 2020-2022, οι οποίοι ενδεχομένως να επιβραδύνουν την ανάπτυξη, διαβλέπει η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, παρά τη θετική πορεία της οικονομικής δραστηριότητας, όπως τονίζει, και τη συνέχιση της εύρωστης οικονομικής μεγέθυνσης.
Η οικονομική ανάπτυξη, σύμφωνα με την ΚΤΚ, «προβλέπεται το 2019 να επιβραδυνθεί σε σχέση με το 2018 γύρω στο 3% και λίγο χαμηλότερα τα έτη 2020-22», πρόβλεψη που είναι αποτέλεσμα, όπως σημειώνει, της προς τα κάτω αναθεώρησης των προβλέψεων του Ιουνίου του 2019, και αντικατοπτρίζει την επιβραδυνόμενη πορεία της εγχώριας ζήτησης.
Σχετικά με τις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα μέσα στο 2019, η ΚΤΚ αναφέρει ότι οι τράπεζες συνεχίζουν τις προσπάθειες τους για εξυγίανση των ισολογισμών τους από τις Μη Εξυπηρετούμενες Χορηγήσεις (ΜΕΧ) και παράλληλα εξακολουθούν να τροφοδοτούν την πραγματική οικονομία με νέο δανεισμό, τονίζοντας, ωστόσο, παράλληλα πως “ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση” για τις τράπεζες είναι το γεγονός ότι μεγάλο μέρος (46%) των ΜΕΧ παρουσιάζουν καθυστερήσεις πέραν των 5 ετών, σε σύγκριση με 17% στην Ευρώπη.
Η ΚΤΚ αναμένει από τα πιστωτικά ιδρύματα να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους για πλήρη εξυγίανση των ισολογισμών τους, εκμεταλλευόμενα τη συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη και τη συνεπακόλουθη άνοδο της αγοράς ακινήτων.
Συγκεκριμένα, στο Οικονομικό Δελτίο Δεκεμβρίου, η ΚΤΚ τονίζει πως η συνολική πορεία της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος είναι θετική, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι παρά την πρόοδο, «δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως οι μακροοικονομικές ανισορροπίες και στρεβλώσεις που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν».
«Υπάρχουν ακόμα σημαντικές εκκρεμότητες ιδιαίτερα σε σχέση με αναγκαίες διορθωτικές αλλαγές που αναμένουν την υλοποίησή τους», υπογραμμίζει, τονίζοντας ότι «η αναδιάρθρωση της οικονομίας, καθώς και η μεταρρύθμιση και ισχυροποίηση του τραπεζικού συστήματος δεν έφτασαν ακόμα σε επίπεδα που εγγυώνται την πλήρη προστασία τους από τους υφιστάμενους ή μελλοντικούς κινδύνους».
Επομένως, συνεχίζει, η προσπάθεια για περαιτέρω αναδιάρθρωση ή μεταρρύθμιση θα πρέπει να συνεχιστεί χωρίς καθυστέρηση.
«Βραχυπρόθεσμα, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ εκτιμάται να υπερβαίνει το δυνητικό ρυθμό και, ως εκ τούτου, συγκεκριμένοι τομείς της κυπριακής οικονομίας ενδεχόμενα να είναι επιρρεπείς σε κινδύνους υπερθέρμανσης όπως διαφαίνεται και από την προδιαγραφόμενη αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών», υπογραμμίζει.
Εντούτοις, συνεχίζει, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης αναμένεται να συγκλίνει μεσοπρόθεσμα στο δυνητικό, λόγω της σταδιακής ολοκλήρωσης των επενδυτικών έργων αλλά και της προβλεπόμενης επιβράδυνσης της ιδιωτικής κατανάλωσης σε πιο διατηρήσιμα επίπεδα.
Ειδικότερα, για την οικονομία, η ΚΤΚ αναφέρει ότι το ΑΕΠ κατέγραψε ετήσια άνοδο 3,1% τους πρώτους εννέα μήνες του 2019, συγκριτικά υψηλότερη από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, λόγω κυρίως στην άνοδο της εγχώριας ζήτησης.
«Αν και η παραγωγικότητα εξακολουθεί να παραμένει χαμηλή, πολλοί τομείς καταγράφουν αύξηση, ιδιαίτερα, ο τομέας των κατασκευών», σημειώνει.
Αναφέρει ότι η θετική πορεία του ΑΕΠ επηρέασε θετικά και την αγορά εργασίας, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να επιβραδυνθεί λόγω της αναμενόμενης επιτάχυνσης στις αποπληρωμές δανείων που σχετίζονται με τις συνεχιζόμενες προσπάθειες για μείωση του επιπέδου των ΜΕΧ, αλλά και λόγω της εισαγωγής συντελεστών εισφορών προς το Γενικό Σύστημα Υγείας (ΓεΣΥ).
Προσθέτει ότι η προβλεπόμενη επιβράδυνση των επενδύσεων οφείλεται σε σταδιακή ολοκλήρωση των επενδυτικών έργων (υποδομές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μαρίνες και το καζίνο-θέρετρο), ενώ σημειώνει πως ο πληθωρισμός αναμένεται ότι θα κινηθεί σε ελαφρώς υψηλότερα θετικά επίπεδα το 2020 σε σχέση με το 2019.
Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια
–
Σε σχέση με τις ΜΕΧ, η ΚΤΚ τονίζει πως η πρόοδος τα τελευταία χρόνια ήταν αισθητή, δεδομένου ότι από τα τέλη του 2014 μέχρι και τα μέσα του 2019, το ποσοστό των ΜΕΧ μειώθηκε από 56% στο 32%, ενώ σε απόλυτους αριθμούς η μείωση ήταν άνω των €19 δισ. (από €28 δισ. σε €8,9 δισ.).
Παρόλα αυτά, συνεχίζει, η Κύπρος διατηρεί ακόμα τα υψηλότερα ποσοστά ΜΕΧ στην Ευρώπη, μετά την Ελλάδα (πέραν του 40%), ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμαίνεται γύρω στο 3%.
Επιπρόσθετα, η ΚΤΚ αναφέρει ότι μεγάλο μέρος (46%) των ΜΕΧ στην Κύπρο παρουσιάζουν καθυστερήσεις πέραν των 5 ετών, ενώ το αντίστοιχο ευρωπαϊκό ποσοστό ανέρχεται στο 17%.
«Αυτό αποτελεί ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση για τις τράπεζες, δεδομένου του αυξανόμενου βαθμού δυσκολίας επίλυσης του προβλήματος με την πάροδο του χρόνου”, αναφέρει και προσθέτει ότι η μείωση των ΜΕΧ του τραπεζικού συστήματος επιτυγχάνεται εν μέρει μέσω πωλήσεων σε εταιρείες αγοράς πιστώσεων».
Ταυτόχρονα, αναφέρει ότι οι τράπεζες βελτιώνουν την ποιότητα του ενεργητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, βοηθώντας έτσι στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των καταθετών και στη μείωση του κόστους άντλησης κεφαλαίων από τις τράπεζες, το οποίο θα πρέπει να αντανακλάται και στην τιμολόγηση των δανείων που αυτές παραχωρούν.
Παραταύτα, συνεχίζει, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν μειώνουν το ιδιωτικό χρέος στο σύνολό του το οποίο παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Αναφέροντας ότι αναμένει από τα πιστωτικά ιδρύματα να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους για πλήρη εξυγίανση των ισολογισμών, η ΚΤΚ τονίζει πως σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση «διαδραματίζει και η ύπαρξη ενός σταθερού νομικού πλαισίου το οποίο, μεταξύ άλλων, θα διέπει τους εξωδικαστικούς πλειστηριασμούς παράλληλα με την ύπαρξη ενός αποτελεσματικού πλαισίου αφερεγγυότητας έτσι ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης των ΜΕΧ».
«Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι εκείνοι οι οποίοι επιλέγουν στρατηγικά να μην ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους θα βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα αποτελεσματικό νομικό πλαίσιο. Επίσης, το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης πρέπει να εκσυγχρονιστεί με τρόπο ώστε οι αποφάσεις να παίρνονται εντός σύντομου χρονικού διαστήματος», υπογραμμίζει.
Η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί από τις τράπεζες τη δίκαιη και σωστή εφαρμογή της Οδηγίας για τη Διαχείριση των καθυστερήσεων καθώς και του Κώδικα συμπεριφοράς που περιλαμβάνεται σε αυτήν.