Ο αμερικανικός οίκος αν και τονίζει ότι παρά τα φορολογικά μέτρα για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19, η κυπριακή οικονομία, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, θα συρρικνωθεί σημαντικά το 2020, εκφράζει την άποψη ότι τα ενισχυμένα κεφαλαιακά αποθέματα και η καλή ρευστότητα της Τράπεζας Κύπρου θα της επιτρέψουν “να αντέξει το τρέχον σοκ και να απορροφήσει τις επιπτώσεις από την αυξανόμενη πίεση στα έσοδα και τις πιστωτικές ζημιές».
«Οι προοπτικές παραμένουν σταθερές, αντανακλώντας την προσδοκία μας ότι η Τράπεζα Κύπρου θα είναι σε θέση να διατηρήσει, μέσω της ύφεσης, ένα οικονομικό προφίλ ανάλογο με το τρέχον επίπεδο αξιολόγησης της», παρά την αυξανόμενη πίεση στην ήδη αδύναμη κερδοφορία της και στην ποιότητα του ενεργητικού της, τονίζει ο S&P.
Ο S&P αναμένει ότι η τράπεζα θα καταγράψει ζημιές το 2020 και το 2021 και θα επιστρέψει στην κερδοφορία το 2022.
Συγκεκριμένα, ο S&P αναμένει τώρα ότι τα λειτουργικά έσοδα της Τράπεζας Κύπρου θα μειωθούν κατά περίπου 15% το 2020, προτού ανακάμψουν ελαφρώς το επόμενο έτος.
Επιπλέον, ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης αναμένει ότι το κόστος κινδύνου θα παραμείνει σε “ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα” – περίπου 200-220 μονάδες βάσης – και θα παραμείνει αυξημένο στις 180 – 200 μονάδες βάσης το 2021.
«Αυτό συμβαδίζει με την προσδοκία μας για επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού του κυπριακού τραπεζικού τομέα τα επόμενα δύο χρόνια, και αντικατοπτρίζει την άποψή μας για την κακή νοοτροπία πληρωμών που είχε ενσωματωθεί στη χώρα και τη συγκεντρωμένη οικονομία σε μερικούς ευάλωτους τομείς, όπως ο τουρισμός, τα ακίνητα και οι κατασκευές», τονίζει.
Ο S&P πιστεύει ότι τα κεφαλαιακά αποθέματα της Τράπεζας Κύπρου είναι αρκετά για να υποστηρίξουν τόσο την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων της όσο και τη διάβρωση των κεφαλαίων της μέσω της τρέχουσας αναταραχής, και να παραμείνουν σε μέτρια επίπεδα, με τον λόγο κεφαλαίου προς κίνδυνο (RAC) να διατηρείται αρκετά πάνω από το όριο του 5%.
Ο οίκος αναμένει ότι ο λόγος RAC θα κυμαίνεται γύρω στο 6,0% -6,5% τους επόμενους 12-18 μήνες, σε σύγκριση με 7,5% στα τέλη του 2019.
«Αναμένουμε περαιτέρω πίεση στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας, αλλά εντός διαχειρίσιμων επιπέδων, με τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ) να είναι περίπου 33% -37% των ακαθάριστων δανείων μέχρι το τέλος του 2021 (από 29% στα τέλη Μαρτίου 2020)”, υπογραμμίζει.
Επιπλέον, πιστεύει ότι υποστηρικτικά μέτρα που έλαβαν οι δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων αποφάσεων νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θα βοηθήσουν την τράπεζα και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, να αντιμετωπίσουν την ύφεση.
Ο αμερικανικός οίκος εκτιμά ότι μια αναβάθμιση της αξιολόγησης της τράπεζας είναι «πολύ απίθανη στο τρέχον πλαίσιο», σημειώνοντας, ωστόσο, ότι αυτό θα μπορούσε να το μελετήσει «εάν οι οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν περισσότερο από το αναμενόμενο και εάν η τράπεζα μειώσει τα ΜΕΔ της γρηγορότερα από το αναμενόμενο, έτσι ώστε το ποσοστό των ΜΕΔ να μειωθεί ουσιαστικά κάτω από το 20% και, ταυτόχρονα, να βελτιωθούν με βιώσιμο τρόπο οι προοπτικές αποδοτικότητας και λειτουργικής κερδοφορίας.
Κατά την άποψή του S&P, θα μπορούσε να υπάρξει σημαντική μείωση των ΜΕΔ μέσω περαιτέρω έκτακτων συναλλαγών στην αγορά.
Κυπριακή οικονομία
Αναφορικά με την πορεία της κυπριακής οικονομίας, ο S&P εκτιμά ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 7,5% το 2020, ακολουθούμενο από ανάκαμψη 5,5% το 2021.
«Θα χρειαστεί χρόνος για την ανάκαμψη τομέων που είναι ζωτικής σημασίας για την κυπριακή οικονομία, όπως ο τουρισμός», ενώ η μικρή και ανοικτή φύση της κυπριακής οικονομίας ενδέχεται να αυξήσει τους καθοδικούς κινδύνους που θα προέλθουν από το εξωτερικό, υπογραμμίζει.