Η Κύπρος ανέβηκε 11 θέσεις στην κατάταξη του Παγκόσμιου Κέντρου Ανταγωνιστικότητας

Η Κύπρος κατέγραψε σημαντική βελτίωση στην κατάταξη ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Κέντρου Ανταγωνιστικότητας (World Competitiveness Center), ανεβαίνοντας από την 41η θέση στην 30ή ανάμεσα στις 63 χώρες που λαμβάνουν μέρος.

Σύμφωνα με δελτίο Τύπου του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου που συμμετέχει στο έργο μαζί με την Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ), η άνοδος οφείλεται κυρίως σε τρεις παράγοντες. Αυτοί είναι η συνεχιζόμενη βελτίωση της γενικής οικονομικής κατάστασης της χώρας, ιδιαίτερα στον τομέα της απασχόλησης και της προσέλκυσης επενδύσεων, οι βελτιωμένες επιδόσεις στην αποδοτικότητα του κράτους, κυρίως όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, το θεσμικό και επιχειρηματικό πλαίσιο και το κοινωνικό κράτος και η βελτίωση στην αποδοτικότητα των επιχειρήσεων που οφείλεται στη μείωση του εταιρικού χρέους, τη μεγέθυνση του εργατικού δυναμικού, και τη βελτίωση του χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος και των επιχειρηματικών πρακτικών.

«Η άνοδος της Κύπρου είναι σημαντική γιατί αναβαθμίζει την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό. Δεν πρέπει όμως να υπάρξει εφησυχασμός γιατί υπάρχουν ακόμα μεγάλα περιθώρια βελτίωσης. Οι προσπάθειες διόρθωσης των στρεβλώσεων και εκσυγχρονισμού του τρόπου λειτουργίας του κράτους και των επιχειρήσεων πρέπει να είναι συνεχείς. Κάποιοι από τους παράγοντες που ώθησαν την άνοδο της Κύπρου πιθανόν να αποδειχθούν πρόσκαιροι», αναφέρεται.

Σημειώνεται ακόμα ότι η πανδημία του κορωνοϊού προσθέτει στην αβεβαιότητα και αναδεικνύει την ανάγκη για πολιτικές που θα διευρύνουν την παραγωγική βάση της οικονομίας και θα την καταστήσουν πιο ανθεκτική σε εξωτερικές διαταραχές.

Η Κύπρος κατέγραψε τη μεγαλύτερη βελτίωση στην κατάταξη το 2020 ανάμεσα στις 63 υπό αξιολόγηση χώρες. Η θέση της Κύπρου βελτιώθηκε και στις τέσσερις κατηγορίες που συνθέτουν τη γενική κατάταξη, με ιδιαίτερα σημαντική βελτίωση στις κατηγορίες της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων και της αποδοτικότητας του κράτους, καθώς και στη γενική οικονομική επίδοση.

Ανάμεσα στα συγκεκριμένα κριτήρια που κατέγραψαν μεγάλη βελτίωση σε σχέση με το 2019 περιλαμβάνονται ο μακροχρόνιος ρυθμός μεγέθυνσης του εργατικού δυναμικού, το δημοσιονομικό πλεόνασμα και ο ρυθμός μεγέθυνσης των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου.

Οι εξαγωγές αγαθών, το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για βιομηχανικούς σκοπούς και ο βαθμός συγκέντρωσης των εξαγωγών σε λίγους εμπορικούς εταίρους ήταν ανάμεσα στα κριτήρια που σημείωσαν μεγάλη επιδείνωση το 2020.

  • Με βάση την Έρευνα Γνώμης, οι τρεις σημαντικότεροι παράγοντες που κάνουν ελκυστική την Κυπριακή οικονομία είναι, όπως και το 2019, το φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον, το ανταγωνιστικό φορολογικό καθεστώς και το ψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και το αποτελεσματικό νομικό περιβάλλον επιλέχθηκαν ως τέταρτος και πέμπτος πιο σημαντικός παράγοντας αντίστοιχα, αντικαθιστώντας την αξιόπιστη υποδομή και την πολιτική σταθερότητα που είχαν δηλωθεί στην Έρευνα του 2019.
  • Σε όρους οικονομικής επίδοσης η Κύπρος κατατάσσεται 13η από τις 63 χώρες, σημειώνοντας άνοδο στην κατάταξη από την 19η θέση που κατέλαβε πέρσι. Στη διαμόρφωση αυτής της κατάταξης λειτούργησαν ευνοϊκά οι διεθνείς επενδύσεις (π.χ. απόθεμα και ροές επενδύσεων από και προς τη χώρα), το σχετικά χαμηλό κόστος ζωής στην Κύπρο και η καλυτέρευση στη θέση της Κύπρου σε κριτήρια όπως ο μακροχρόνιος ρυθμός μεγέθυνσης του εργατικού δυναμικού, τα έσοδα από τον τουρισμό και οι εξαγωγές εμπορικών υπηρεσιών. Αντίθετα, άλλα κριτήρια που σχετίζονται με το διεθνές εμπόριο (π.χ. το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, οι περιορισμένες εξαγωγές αγαθών και ο μικρός βαθμός διαφοροποίησης των εξαγωγών) και την απασχόληση (π.χ. το ποσοστό ανεργίας και η ανεργία των νέων) συνεχίζουν να επιβαρύνουν την κατάταξη της χώρας.
  • Για την αποδοτικότητα του κράτους το 2020 η Κύπρος καταλαμβάνει την 21η θέση, συγκριτικά με την 32η που είχε το 2019. Η άνοδος της κατάταξης προήλθε κυρίως από την ψηλή θέση που κατέχει διαχρονικά η Κύπρος στην υποκατηγορία της φορολογικής πολιτικής, καθώς και από βελτιώσεις που σημειώθηκαν σε κριτήρια των υποκατηγοριών του νομοθετικού πλαισίου των επιχειρήσεων (π.χ. επενδυτικά κίνητρα, πυκνότητα νέων επιχειρήσεων) και των δημόσιων οικονομικών (π.χ. δημοσιονομικό πλεόνασμα). Παρά την καλυτέρευση της θέσης της, η Κύπρος συνεχίζει να παρουσιάζει αδυναμίες στην υποκατηγορία του θεσμικού πλαισίου (π.χ. αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, διαφθορά, στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης).
  • Στην κατηγορία της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων η Κύπρος ανήλθε στην 35η θέση από την 52η που κατείχε πέρσι. Στην άνοδο της κατάταξης συνέβαλαν κυρίως οι βελτιώσεις που σημειώθηκαν σε κριτήρια που ανήκουν στις υποκατηγορίες της αγοράς εργασίας (π.χ. εξειδίκευση σε θέματα χρηματοοικονομικών, αμοιβές διευθυντικών στελεχών), των χρηματοοικονομικών (π.χ. πρόσβαση σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες ανά φύλο) και των διοικητικών πρακτικών (π.χ. φόβος αποτυχίας στην ανάληψη επιχειρηματικότητας, ελεγκτικές και λογιστικές πρακτικές). Η Κύπρος κατατάσσεται αρκετά χαμηλά σε σχέση με κριτήρια που αφορούν το χρηματιστήριο, την επίγνωση μεταβαλλόμενων συνθηκών αγοράς από πλευράς επιχειρήσεων και τη χρήση μεγάλων βάσεων δεδομένων και ανάλυσης.
  • Σε όρους υποδομής η Κύπρος κατατάσσεται 38η από τις 63 χώρες, σημειώνοντας άνοδο τεσσάρων θέσεων σε σχέση με πέρσι. Κριτήρια που σχετίζονται με την εκπαίδευση (π.χ. εισροή ξένων φοιτητών, αναλογία μαθητών ανά δάσκαλο) επιδρούν θετικά στην κατάταξη σε όρους υποδομής. Ωστόσο, κριτήρια που αφορούν την τεχνολογική, επιστημονική αλλά και τη βασική υποδομή της χώρας εξακολουθούν να περιορίζουν την Κύπρο σε χαμηλή θέση, παρά τη βελτίωση που καταγράφηκε το 2020.