Ο Οίκος αξιολόγησης Capital Intelligence (CI) επιβεβαίωσε την μακροπρόθεσμη και βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση της Τράπεζας Κύπρου στο “BB-“ και “B” αντίστοιχα, καθώς και το Standalone Rating (BSR) of “bb-“ αναθέτοντας σταθερή προοπτική.
Σύμφωνα με τον Οίκο, που εδρεύει στη Λεμεσό, η ισχυρότερη πιστωτική ισχύς της τράπεζας παραμένει η ρευστότητα και η χρηματοδότησή της, αλλά σημειώνει την πρόσφατη βελτίωση στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ).
«Υπάρχει μια ευρωστία που σχετίζεται με την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού υπό την μορφή της επιτυχίας της τράπεζας στη μείωση των ΜΕΧ την τελευταία περίοδο», αναφέρει ο CI, προσθέτοντας πως ο δείκτης ΜΕΧ υποχώρησε κάτω από το 9% των συνολικών δανείων τον Νοέμβριο, αντικατοπτρίζοντας κυρίως τις πωλήσεις ΜΕΧ και δη το Helix 3.
Επισημαίνει ακόμη ότι με δεδομένη τη βελτίωση στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού, πλέον η κερδοφορία είναι η κύρια πρόσκληση, καθώς η λειτουργική κερδοφορία μειώνεται και ο δείκτης κόστους προς έσοδα είναι υψηλός.
Σύμφωνα με τον Οίκο, αν και οι κεφαλαιακοί δείκτες της τράπεζας έχουν διατηρηθεί, η ευελιξία του κεφαλαίου της είναι χαμηλή και οι όποιες περαιτέρω απώλειες θα μπορούσαν να θέσουν σε πίεση τους κεφαλαιακούς δείκτες σε κάποιο στάδιο, ιδιαίτερα αν η Τράπεζα πετύχει να μεγεθύνει εκ νέου το δανειακό της χαρτοφυλάκιο.
Άλλη μια πιστωτική πρόκληση για την Τράπεζα αποτελεί η έκθεσή της στην αγορά ακινήτων μέσω των εξασφαλίσεων των δανείων, με τον αντίκτυπο από τα ακίνητα που έχουν ανακτηθεί από την τράπεζα (μέσω ανταλλαγών) να είναι ο λιγότερο σημαντικός.
Ειδικότερα, ο Οίκος σημειώνει πως περίπου το 45% των συνολικών δανείων είναι σε νοικοκυριά, εκ των οποίων το 83% σε στεγαστικά δάνεια στο πρώτο μισό του 2021, ενώ και αρκετά εταιρικά δάνεια έχουν εξασφαλίσεις με ακίνητα, επιπλέον από την έκθεσή της στον τομέα του τουρισμού και στα ΜΕΧ που εξασφαλίζονται από ακίνητα.
Η Τράπεζα Κύπρου έχει μια έντονη δυνητική έκθεση στην ευρωστία της κυπριακής κτηματικής αγοράς, προσθέτει ο Οίκος.
Σημειώνει, τέλος, ότι η σταθερή προοπτική καταδεικνύει ότι δεν είναι πιθανόν οι αξιολογήσεις να διαφοροποιηθούν τους επόμενους 12 μήνες.