Ελεγκτική/Rapid tests: Θα μπορούσαν να εξασφαλισθούν φθηνότερα

Σε ικανοποιητικό βαθμό ακολούθησαν οι αρμόδιες αρχές τις διαδικασίες που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις σε έκτακτες συνθήκες σε σχέση με την αγορά τεστ ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου COVID-19, σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, η οποία σημειώνει ωστόσο ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να διασφαλισθεί μεγαλύτερος ανταγωνισμός και ισότιμη μεταχείριση των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων και να εξασφαλισθούν πιθανόν χαμηλότερες τιμές από την αρχή.

Η Ελεγκτική Υπηρεσία έδωσε την Πέμπτη στη δημοσιότητα την έκθεσή της για τον έλεγχο των διαγωνισμών στην περίοδο της πανδημίας μέχρι τις 13.4.2021.

Αναφορά γίνεται, μεταξύ άλλων, στην έκθεση και σε καταγγελίες που έφτασαν κοντά στην Ελεγκτική Υπηρεσία για αποστολή πέραν του ενός αποτελέσματος στο κινητό πολιτών ή αποτελέσματος χωρίς να έχουν κάνει εξέταση, τις οποίες μετέφερε στο Υπουργείο με το θέμα να οδηγείται στην Αστυνομία για συγκεκριμένο πάροχο. Το Υπουργείο Υγείας, αναφέρεται, «εφαρμόζοντας ενδελεχείς και σε βάθος ελέγχους όλων των κατατεθειμένων αρχείων, τα οποία έχουν υποχρέωση να τηρούν οι ανάδοχοι, προέβη σε καταγγελία συγκεκριμένου αναδόχου/παρόχου υπηρεσιών διενέργειας των εν λόγω τεστ στην Αστυνομία, για χρέωση υπηρεσιών που δεν είχε παρέχει, ενώ αποτάθηκε και στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας για γνωμάτευση για λήψη περαιτέρω μέτρων εναντίον του».

Σύμφωνα με τα στοιχεία, τα οποία υποβλήθηκαν στην Ελεγκτική Υπηρεσία από την Διεύθυνση Αγορών και Προμηθειών (ΔΑΠ), μέχρι την ημέρα του ελέγχου είχαν ανατεθεί οι εννέα συμβάσεις με διαπραγμάτευση και η μία εκ των τριών με ανοικτό διαγωνισμό, για συνολικά 3.491.000 τεστ. Περιλαμβανομένων και των δικαιωμάτων προαίρεσης η συνολική τους αξία ήταν €9.182.590.

«Από τη μελέτη των διαδικασιών που ακολουθήθηκαν για τα 12 προγράμματα που διερευνήσαμε, διαπιστώσαμε ότι η ΔΑΠ του ΥΥ έχει σε ικανοποιητικό βαθμό ακολουθήσει και εφαρμόσει τις διαδικασίες, που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων για τέτοιες κατ’ εξαίρεση έκτακτες συνθήκες, υπάρχουν ωστόσο επιμέρους παρατηρήσεις/διαπιστώσεις μας που καταγράφονται για το κάθε πρόγραμμα ξεχωριστά», αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία στην έκθεσή της.

Θεωρούμε ότι, προσθέτει, «με καλύτερη διαχείριση των επιμέρους θεμάτων/παραλείψεων που διαπιστώσαμε για κάθε διαγωνισμό και αναλύονται στην παρούσα Έκθεση, θα μπορούσε ενδεχομένως να διασφαλισθεί μεγαλύτερος ανταγωνισμός και ισότιμη μεταχείριση ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων και να εξασφαλισθούν πιθανόν χαμηλότερες τιμές από την αρχή».

Η πιο πάνω διαπίστωσή μας, σημειώνει, «ενισχύεται και από το αποτέλεσμα του μοναδικού ανοικτού διαγωνισμού, ο οποίος κατακυρώθηκε από τη ΔΑΠ τον Μάρτιο του 2021, στον οποίο η τιμή κατακύρωσής του (€1,489/τεστ) ήταν κατά 24% περίπου χαμηλότερη από την πιο χαμηλή κατακυρωθείσα τιμή των εννέα διαδικασιών διαπραγμάτευσης (€1,97/τεστ), καθώς και 53% χαμηλότερη από τη μέση τιμή κατακύρωσης (€3,17/τεστ) και 50% χαμηλότερη από το μέσο κόστος ανά τεστ, βάσει των συνολικών ποσοτήτων (€2,97/τεστ), των διαδικασιών διαπραγμάτευσης».

Σημειώνουμε, συνεχίζει, «ότι η ΔΑΠ είχε προκηρύξει, μεταξύ των διαδικασιών διαπραγμάτευσης, ακόμα ένα ανοικτό διαγωνισμό στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020, ο οποίος ωστόσο ακυρώθηκε στα μέσα Φεβρουαρίου του 2021, γεγονός το οποίο επηρέασε τις μετέπειτα ενέργειές της».

Σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, από τους εννέα διαγωνισμούς που διεξήχθησαν με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης, για επτά από αυτούς η Αναθέτουσα Αρχή (ΔΑΠ) είχε ζητήσει προσφορά από πέραν τους ενός οικονομικού φορέα, γεγονός που συνέτεινε στην εξασφάλιση έστω και του ελάχιστου ανταγωνισμού, ο οποίος εκ του αποτελέσματος οδήγησε στη σταδιακή – υπό τις περιστάσεις – μείωση των τιμών, και τη διατήρησή τους με την πάροδο του χρόνου σε χαμηλά επίπεδα.

«Σημειώνουμε ότι παρόμοιες συνθήκες, όπως η παρούσα πανδημία, κατά κανόνα δεν ευνοούν την εξασφάλιση ανταγωνιστικών τιμών, εάν μια ΑΑ δεν δρα εφαρμόζοντας, κατά το δυνατόν, τις αρχές που πρέπει να διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις», αναφέρεται στην έκθεση.

Όπως μας πληροφόρησε το Υπουργείο Υγείας, προστίθεται, «η Κύπρος είναι από τις πρώτες χώρες που έθεσε σε εφαρμογή πληθυσμιακό έλεγχο με τεστ ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου COVID-19, από το Νοέμβριο του 2020».

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας των εν λόγω τεστ από τις κατασκευάστριες εταιρείες και η εξέλιξή τους ώστε να είναι αξιόπιστα προς χρήση, έγινε σταδιακά. Ενόψει έλλειψης στοιχείων ως προς την αξιοπιστία των τεστ ταχείας ανίχνευσης που υπήρχαν στην αγορά, χρησιμοποιήθηκαν αρχικά οι προδιαγραφές προϊόντων που εισηγείτο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO). «Μετέπειτα, με τη χρήση των τεστ σε καθημερινή βάση οι προδιαγραφές βελτιώθηκαν και η ΑΑ πέτυχε την προμήθεια τεστ από 5 διαφορετικές κατασκευάστριες εταιρείες», συμπληρώνεται.

«Σημαντικό ρόλο στις ενέργειες της Διεύθυνσης Αγορών και Προμηθειών (ΔΑΠ) και στην προσφυγή σε τόσο μεγάλο αριθμό διαδικασιών διαπραγμάτευσης, ως εξάγεται από τα γεγονότα, διαδραμάτισε η πίεση που της προκαλείτο από τις πολιτικές αποφάσεις διαχείρισης της πανδημίας, που συνδέονταν άμεσα με τις αυξημένες και επείγουσες ανάγκες προμήθειας των υπό αναφορά τεστ, οι οποίες ωστόσο δεν κρίνονται/ εξετάζονται στην παρούσα Έκθεση», αναφέρεται.

Όπως προκύπτει από τον έλεγχο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, «σε διάστημα τεσσάρων μηνών (Οκτώβριος του 2020 – Φεβρουάριος του 2021) οι τιμές ανάθεσης ανά τεστ, οι οποίες έγιναν σε τέσσερις διαφορετικές εταιρείες/ αναδόχους, έστω και μέσω διαδικασιών διαπραγμάτευσης χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού, μειώθηκαν κατά 60% περίπου, λαμβάνοντας υπόψη την υψηλότερη (€5,00/τεστ) και τη χαμηλότερη (€1,97/τεστ) τιμή στις οποίες έγινε ανάθεση μέχρι την ολοκλήρωση του ελέγχου με την πιο πάνω διαδικασία».

Η Ελεγκτική Υπηρεσία «αντιλαμβάνεται πλήρως τις ιδιάζουσες συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν οι διαδικασίες αγοράς των τεστ ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου για COVID-19 κατά το δεύτερο κύμα της πανδημίας, οι οποίες ακολουθούσαν, όπως αναφέρεται πιο πάνω, τις αποφάσεις των αρμοδίων, ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας και από αυτές εξαρτάτο το άνοιγμα και η επανεκκίνηση της οικονομίας και η άρση των περιοριστικών μέτρων που είχαν επιβληθεί».

«Για τις πιο πάνω περιπτώσεις/συνθήκες, οι οποίες επικρατούσαν επί καιρώ πανδημίας, η ΔΑΠ, ως ΑΑ διεξαγωγής των σχετικών διαγωνισμών, ακολούθησε τις σχετικές πρόνοιες της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες παρέχουν στις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα, μέσω των προβλεπόμενων διαδικασιών ανάθεσης συμβάσεων, να είναι πιο ευέλικτες, σε σχέση με τις διαδικασίες που θα έπρεπε να τηρηθούν υπό κανονικές συνθήκες», εντοπίζεται.

«Από τη μελέτη των διαδικασιών που ακολουθήθηκαν, για τα 12 προγράμματα τα οποία διερευνήσαμε, θεωρούμε ότι η ΔΑΠ έχει σε ικανοποιητικό βαθμό ακολουθήσει και εφαρμόσει τις πιο πάνω διαδικασίες που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων, με τις επιμέρους παρατηρήσεις/διαπιστώσεις μας που καταγράφονται γενικά και για το κάθε πρόγραμμα ξεχωριστά», αναφέρεται.

Σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, η ΔΑΠ «έκανε χρήση των προνοιών της νομοθεσίας για τη διαδικασία διαπραγμάτευσης, λόγω της κατεπείγουσας ανάγκης που είχε προκύψει λόγω της πανδημίας και της απευθείας ανάθεσης συμβάσεων από τον Προϊστάμενο της αναθέτουσας αρχής ή από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, νοουμένου ότι εξασφαλιζόταν η εκ των προτέρων έγκριση του αρμόδιου Υπουργού».

«Εκφράσαμε αμφιβολίες κατά πόσο τούτο μπορούσε να συνεχίσει καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας αφού μετά την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος η επείγουσα φύση ενός ζητήματος εξ ορισμού εκλείπει», σημειώνεται.

Νοείται, επίσης, συνεχίζει η έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, «ότι κατά την εφαρμογή της πιο πάνω κατ’ εξαίρεση διαδικασίας, όπως και όλων των διαδικασιών που περιλαμβάνονται στην περί δημοσίων συμβάσεων νομοθεσία, θα πρέπει να εφαρμόζονται από τις αναθέτουσες αρχές όλες οι αρχές που προβλέπονται σε αυτήν, με βάση τις οποίες οφείλουν να αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και να ενεργούν με διαφανή και αναλογικό τρόπο».

Τα πιο πάνω, προσθέτει, «επιβεβαιώνονται και από τη γενική παρατήρηση που έχουμε καταγράψει, με την οποία διαπιστώνεται ότι παρόλο που και με τον έστω ελάχιστο ανταγωνισμό που είχε διασφαλιστεί κατά τις διαδικασίες διαπραγμάτευσης είχε γίνει κατορθωτό να συγκρατούνται ή να μειώνονται οι υποβληθείσες τιμές, με τον μοναδικό ανοικτό διαγωνισμό που ανατέθηκε, στον οποίο είχε αναπτυχθεί πραγματικός/ικανοποιητικός ανταγωνισμός, οι τιμές είχαν μειωθεί ακόμη περισσότερο».

Σημειώνεται επίσης ότι μεταξύ των πιο πάνω διαδικασιών διαπραγμάτευσης, όταν είχε προκηρυχθεί ανοικτός διαγωνισμός ο οποίος είχε ακυρωθεί, η Αναθέτουσα Αρχή θα μπορούσε να προκηρύξει διαδικασία διαπραγμάτευσης μέσω διαβούλευσης, όπως είχε κάνει για τις πρώτες δύο διαδικασίες, δίδοντας έτσι το δικαίωμα και σε άλλους οικονομικούς φορείς να λάβουν μέρος, διασφαλίζοντας την ισότιμη μεταχείριση όλων των ενδιαφερομένων, με αυξημένες παράλληλα πιθανότητες ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού προς όφελος του δημοσίου.

Πηγή: ΚΥΠΕ