Ανθεί η παραοικονομία στην Κύπρο

Το μέγεθος της παραοικονομίας ή της σκιώδους οικονομίας στην Kύπρο κυμαίνεται μεταξύ του 11% – 18% του ΑΕΠ, με τη μέθοδο νομισματικής προσέγγισης και μεταξύ του 26% – 34% του ΑΕΠ, με τη μέθοδο κατανάλωσης ενέργειας. Σε μελέτη του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου, που υπογράφουν οι Χριστόφορος Ανδρέου, Έλενα Ανδρέου, Στέφανη Μιχαήλ και Γιώργος Συρίχας, αναφέρεται ότι η πανδημία με τις καταστροφικές της συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα έχει αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον για την εκτίμηση του μεγέθους της παραοικονομίας.

«Τα δημόσια οικονομικά βρίσκονται κάτω από ασφυκτική πίεση και οι κυβερνήσεις προσπαθούν να βρουν πρόσθετα έσοδα για να στηρίξουν τη μειωμένη οικονομική δραστηριότητα και να χρηματοδοτήσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα τους. Ως αποτέλεσμα, οι κυβερνήσεις έχουν κάθε λόγο να ανακαλύψουν το μέγεθος της παραοικονομίας και τα επιπρόσθετα έσοδα τα οποία θα μπορούσαν να αντληθούν», σημειώνεται. Οι μελετητές επισημαίνουν ότι «οι Alm and Embaye (2013) εκτιμούν την παραοικονομία για 111 χώρες χρησιμοποιώντας τη νομισματική μέθοδο και βρίσκουν ακόμη πιο ψηλές εκτιμήσεις για την Κύπρο, της τάξης 27% – 37% του ΑΕΠ, για μια μικρότερη χρονική περίοδο, 1985- 2006. Το ίδιο μπορεί να σημειωθεί όταν συγκρίνουμε τις εκτιμήσεις της Κύπρου με τη μέθοδο της ενέργειας, με εκτιμήσεις για άλλες μεσογειακές χώρες. Ειδικότερα, οι Missiou and Psychoyios (2017) εφαρμόζουν τη μέθοδο της ηλεκτρικής κατανάλωσης για μεσογειακές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περίοδο 2008-2013 και βρίσκουν το μέγεθος της παραοικονομίας να είναι 20%-30% για την Ελλάδα, 18%-21% για την Πορτογαλία και 12%-18% για την Ισπανία».

«Η εκτίμηση του μεγέθους της παραοικονομίας, δεδομένης της αθέατης φύσης της, δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Πολλές μέθοδοι έχουν χρησιμοποιηθεί στη βιβλιογραφία προσπαθώντας να μετρήσουν την παραοικονομία και οι οποίες μπορούν να διαχωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες, μικροοικονομικές (άμεσες) και μακροοικονομικές (έμμεσες) προσεγγίσεις» αναφέρει η μελέτη.

Οι ερευνητές αναφέρουν στην μελέτη τους: «Εξ’ όσων γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη μελέτη που εφαρμόζει την προσέγγιση κατανάλωσης ενέργειας για την εκτίμηση της παραοικονομίας και που επικεντρώνεται αποκλειστικά στην κυπριακή οικονομία. Επιπλέον, η εμπειρική ανάλυση καλύπτει μια πρόσφατη περίοδο για την Κύπρο, χρησιμοποιώντας τριμηνιαία στοιχεία για την περίοδο 1995-2018, κατά τη διάρκεια της οποίας η κυπριακή οικονομία έχει υποστεί σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές, όπως η χρηματοοικονομική φιλελευθεροποίηση, η κατάργηση των κεφαλαιακών περιορισμών, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η υιοθέτηση του ευρώ, καθώς και η πρόσφατη τραπεζική κρίση».

Δείκτες αβεβαιότητας

Η μελέτη ασχολείται και με τους δείκτες οικονομικής αβεβαιότητας στην Κύπρο σε επίπεδο τομέων (μεταποίηση, κατασκευές, λιανικό εμπόριο, υπηρεσίες) και οικονομίας. Οι δείκτες υπολογίζονται μέσω της διασποράς των αισιόδοξων και των απαισιόδοξων απαντήσεων σε ερωτήσεις προσδοκιών. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες κρίσεις που είχαν εκτυλιχθεί με σχετικά βραδύ ρυθμό, η κρίση λόγω της πανδημίας COVID-19 ήταν εξωγενής και εκδηλώθηκε με μεγάλη ταχύτητα παγκόσμια, συνοδευόμενη όμως με πολιτικές στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, ο δείκτης που βασίζεται στη διαφωνία προσδοκιών ανάμεσα σε επιχειρήσεις, σε σχέση με την πορεία της απασχόλησης και των τιμών, δεν σημείωσε σημαντική άνοδο, αν και καταγράφηκε αυξημένη διαφωνία στις προσδοκίες για τις τιμές πώλησης στις υπηρεσίες μεταξύ Μαρτίου – Μαΐου 2020.