Η ελκυστικότητα της Κύπρου ως επενδυτικού προορισμού θα βελτιωθεί τα επόμενα τρία χρόνια, όπως εκτιμούν επενδυτές που συμμετείχαν στην πρώτη έρευνα Attractiveness Survey Cyprus 2020 της EY.
Η έρευνα, αναλύει τις επιδόσεις της χώρας στον τομέα προσέλκυσης επενδύσεων τα τελευταία χρόνια. Καταγράφει μεταξύ άλλων τις απόψεις της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας για τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες της Κύπρου ως επενδυτικού προορισμού, όσον αφορά την εικόνα, την εμπιστοσύνη των επενδυτών και την ικανότητα της χώρας να παρέχει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για τις ΑΞΕ.
Μεταξύ των βασικών ευρημάτων της έρευνας περιλαμβάνεται και η σαφής διαφοροποίηση μεταξύ της αντίληψης των επενδυτών που έχουν ήδη παρουσία στην Κύπρο και εκείνων που δεν έχουν παρουσία ή δεσμούς με τη χώρα, με την πρώτη κατηγορία να εμφανίζονται πολύ καλύτερα ενημερωμένοι για τις συνθήκες και τις ευκαιρίες στην Κύπρο και πιο θετικοί στις απαντήσεις τους στα ερωτήματα της έρευνας.
Οι επενδυτές που μετείχαν στην έρευνα είναι αισιόδοξοι για το μέλλον, με το 56% να αναμένουν ότι η ελκυστικότητα της Κύπρου ως επενδυτικού προορισμού θα βελτιωθεί τα επόμενα τρία χρόνια, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από αυτό που καταγράφεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που μετείχαν στην έρευνα.
Σχεδόν ένας στους τέσσερις επενδυτές (24%, και 54% μεταξύ των επενδυτών με παρουσία στην Κύπρο) αναφέρουν ότι σχεδιάζουν να επενδύσουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Κύπρο τα επόμενα τρία χρόνια. Μόνο ένα μικρό ποσοστό μεταξύ αυτών (15%) δηλώνουν ότι ακύρωσαν, μείωσαν ή πάγωσαν τα επενδυτικά τους σχέδια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, ενώ το 49% αναφέρουν ότι τα σχέδιά τους δεν έχουν επηρεαστεί. Το είδος της επένδυσης που αναφέρουν οι περισσότεροι είναι οι αλυσίδες εφοδιασμού και logistics (28%), τα γραφεία πωλήσεων και μάρκετινγκ (24%) και τα κεντρικά γραφεία επιχειρήσεων (18%).
Όταν ερωτήθηκαν ποιοι τομείς θα αποτελέσουν τη κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης στην Κύπρο τα επόμενα χρόνια, οι συμμετέχοντες ανέφεραν τον τουρισμό (48%), τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (21%), τις επαγγελματικές υπηρεσίες (21%), τα ακίνητα και τις κατασκευές (18%) και την ψηφιακή οικονομία (17%).
Ισχυρά και αδύναμα σημεία
Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναφέρουν τα βασικά πλεονεκτήματα και αδυναμίες της χώρας ως επενδυτικού προορισμού. Οι επενδυτές με παρουσία στην Κύπρο ανέφεραν ως «πολύ ελκυστικό» παράγοντα την ποιότητα ζωής (81%), και στη συνέχεια τις τηλεπικοινωνίες και ψηφιακές υποδομές (63%), το επίπεδο των τοπικών εργασιακών δεξιοτήτων (63%), την εταιρική φορολογία (46%) και τις υποδομές μεταφορών και logistics (43%).
Στο άλλο άκρο του φάσματος, η διαθεσιμότητα και ποιότητα της έρευνας και ανάπτυξης (13%), το γραφειοκρατικό και διοικητικό περιβάλλον (13%), οι ενισχύσεις, επιδοτήσεις και μέτρα στήριξης από τις δημόσιες αρχές (13%), η ευελιξία της εργατικής νομοθεσίας (12%) και οι επιδόσεις της Κύπρου στην αειφόρο ανάπτυξη και στην πολιτική προσέγγιση της κλιματικής αλλαγής (10%) θεωρήθηκαν λιγότερο ελκυστικά στοιχεία.
Όσον αφορά τομείς όπου η Κύπρος πρέπει να επικεντρώσει τις προσπάθειές της για να διατηρήσει την ανταγωνιστική της θέση στην παγκόσμια οικονομία, το 49% των ερωτηθέντων ανέφεραν την υποστήριξη προς τον τομέα της υψηλής τεχνολογίας και την καινοτομία, ενώ το 34% ανέφεραν την ανάγκη επενδύσεων σε μεγάλα έργα υποδομών και αστικά έργα.
Δύο στους τρεις ερωτηθέντες (66%) σημείωσαν ότι ο τοπικός τραπεζικός τομέας αποτελεί σημαντικό ή εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα όταν η εταιρεία τους λαμβάνει αποφάσεις για ξένες επενδύσεις, ενώ το 48% απάντησε το ίδιο όσον αφορά την παρουσία μιας ισχυρής και ρευστής εγχώριας χρηματιστηριακής αγοράς.
Παρουσιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο Συνέταιρος και Επικεφαλής Υπηρεσιών Στρατηγικής και Συναλλαγών, της ΕΥ Κύπρου Στέλιος Δημητρίου, σημείωσε ότι η Κύπρος για να παραμείνει σχετική και να συνεχίσει να προσελκύει ΑΞΕ κατά τη διάρκεια της κρίσιμης φάσης της ανάκαμψης μετά την πανδημία, πρέπει να αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, όπως το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, οι σύγχρονες υποδομές και, πάνω απ’ όλα, το υψηλό επίπεδο εργασιακών δεξιοτήτων. Παράλληλα, πρέπει επίσης να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση των μειονεκτημάτων που εντοπίστηκαν βελτιώνοντας το γραφειοκρατικό και διοικητικό πλαίσιο καθώς και την ευελιξία της εργατικής νομοθεσίας.
Η έρευνα διεξήχθη τον Ιούνιο 2020 με βάση δείγμα πέραν των 100 υπευθύνων λήψης αποφάσεων από ξένες εταιρείες, εκ των οποίων περίπου το 50% έχουν ήδη επενδυτική παρουσία στην Κύπρο.