Στο «Β-» επιβεβαίωσε την μακροπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση της Τράπεζας Κύπρου, ο διεθνής οίκος Fitch Ratings, διατηρώντας αρνητικές τις προοπτικές.
Ταυτόχρονα, ο διεθνής οίκος επιβεβαίωσε στο «b-» την αξιολόγηση Βιωσιμότητας της Τράπεζας, ενώ μετακίνησε και τις δύο αξιολογήσεις από την αρνητική παρακολούθηση (Rating Watch Negative – RWN).
Η επιβεβαίωση της αξιολόγησης της Τράπεζας Κύπρου, σύμφωνα με τον Fitch, αντικατοπτρίζει την αναθεωρημένη άποψή του οίκου ότι οι αξιολογήσεις της Τράπεζας δεν διατρέχουν άμεσο κίνδυνο από τις επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης που επήλθε λόγω της πανδημίας, καθώς η πώληση μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων που έχει ανακοινωθεί, παρέχει στην τράπεζα, όπως τονίζει, επιπρόσθετο περιθώριο σε αυτό το επίπεδο αξιολόγησης για να απορροφήσει η τράπεζα πιέσεις που αφορούν μια ενδεχόμενη μείωση της κερδοφορίας της, μεγαλύτερους πιστωτικούς κινδύνους και μεγαλύτερη επιβάρυνση στα κεφάλαια της από προβληματικά περιουσιακά στοιχεία τα οποία θα δημιουργηθούν λόγω της κρίσης από τον κορωνοϊό.
Επιπλέον, ο αμερικανικός οίκος τονίζει πως οι αρνητικές προοπτικές αντικατοπτρίζουν την άποψή του ότι οι κίνδυνοι παραμένουν προς τα κάτω μεσοπρόθεσμα, ειδικά εάν η οικονομική ύφεση αποδειχθεί βαθύτερη ή η ανάκαμψη ασθενέστερη από τις προβλέψεις του οίκου.
Σε αυτήν την περίπτωση, υπογραμμίζει ο διεθνής οίκος, οι αξιολογήσεις της τράπεζας ενδέχεται να δεχθούν πίεση από μεγαλύτερες, από τις αναμενόμενες, εισροές νέων προβληματικών δανείων τα οποία δημιουργούν μεγαλύτερες πιστωτικές ζημιές, ασθενέστερη παραγωγή εσόδων, με αποτέλεσμα τελικά μεγαλύτερη, από το αναμενόμενο, διάβρωση των κεφαλαίων της τράπεζας.
Ωστόσο, ο Fitch υπογραμμίζει πως οι αρνητικές προοπτικές της Τράπεζας Κύπρου θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν σε “Σταθερές”, εάν το λειτουργικό περιβάλλον σταθεροποιηθεί και η τράπεζα διαχειριστεί «επιτυχώς τις προκλήσεις που προκύπτουν από την οικονομική ύφεση, αναστρέφοντας τους καθοδικούς κινδύνους στην ποιότητα και την κερδοφορία του ενεργητικού της, διατηρώντας παράλληλα τα τρέχοντα επίπεδα κεφαλαίου».
Αναφέροντας ότι το ενδεχόμενο μιας αναβάθμισης της αξιολόγησης της τράπεζας «είναι προς το παρόν περιορισμένο», ο Fitch αναφέρει πως σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, «μια αναβάθμιση θα απαιτούσε βελτιωμένες προοπτικές στο λειτουργικό περιβάλλον και ουσιαστική και διαρκή βελτίωση της βασικής κερδοφορίας, σε συνδυασμό με σημαντική βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού και μείωση της επιβάρυνσης των κεφαλαίων» της τράπεζας.
Αναφέροντας ότι η ποιότητα του ενεργητικού της τράπεζας ήταν αδύναμη για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, ο Fitch αναφέρει ότι παρά τη συνεχή μείωση των ΜΕΧ από την κορύφωση τους (63% στα τέλη του 2014), το ποσοστό των ΜΕΧ ήταν ακόμη υψηλό, στο 22% στα τέλη Ιουνίου του 2020, συμπεριλαμβανομένης της ανακοινωμένης πώλησης ΜΕΧ ύψους €0,9 δισεκατομμυρίων (Helix 2), από 29% στα τέλη Μαρτίου 2020.
Επιπλέον, αναφέρει ότι η ολοκλήρωση της συμφωνίας αναμένεται το πρώτο εξάμηνο του 2021 και είναι πολύ πιθανό, κατά την άποψή του οίκου, ο οποίος σημειώνει πως η μείωση των ΜΕΧ που θα προκύψει μετά την πώληση θα δώσει στην τράπεζα επιπλέον χώρο για να απορροφήσει σοκ.
Προσθέτει ότι η ποιότητα του ενεργητικού της Τράπεζας Κύπρου παραμένει υπό πίεση καθώς είναι ευάλωτη στην τρέχουσα ύφεση, ακόμη και αν δεν αναμένει, όπως σημειώνει, σημαντική αύξηση ΜΕΧ το 2020, λόγω της αναστολής δόσεων δανείων για εννέα μήνες.
Ο Fitch αναφέρει ότι η άποψη του υποστηρίζεται από το υψηλό ποσοστό δανείων που ήταν υπό αναστολή των δόσεων τους στα τέλη Ιουνίου 2020, το οποίο αντιπροσώπευε περίπου το 66% του χαρτοφυλακίου εξυπηρετούμενων δανείων.
Σημειώνει ότι η εκτίμησή του για την ποιότητα του ενεργητικού λαμβάνει επίσης υπόψη το υψηλό ποσοστό των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων, το οποίο οποία ήταν ελαφρώς πάνω από 30% στα τέλη Ιουνίου 2020.
Ο Fitch αναφέρει επίσης ότι η κερδοφορία της τράπεζας είναι αδύναμη και επιβαρύνεται από το μεγάλο ακόμη απόθεμα προβληματικών περιουσιακών στοιχείων και σημειώνει ότι κερδοφορία παρέμεινε αδύναμη το α΄ εξάμηνο του 2020, όταν η τράπεζα ανακοίνωσε ζημία €125 εκατ. προ φόρων.
«Αναμένουμε ότι η κερδοφορία θα παραμείνει υπό πίεση τους επόμενους 18 μήνες», υπογραμμίζει.
Τέλος, ο αμερικανικός οίκος αναφέρει ότι ο δείκτης κοινών ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας Tier 1 (CET1 – συμπεριλαμβανομένου του πλήρους αντίκτυπου του ΔΠΧΑ 9) ήταν 12,7% στα τέλη Ιουνίου 2020, προ φόρου, για την ολοκλήρωση της συναλλαγής Helix 2 και προσθέτει ότι τα κεφάλαια της τράπεζας παραμένουν εξαιρετικά ευάλωτο στο μεγάλο ποσοστό προβληματικών περιουσιακών στοιχείων.