Κατά 50% έχει αυξηθεί μέχρι στιγμής φέτος η ζήτηση για την απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας μέσω επενδύσεων, αναφέρει σε παρουσίαση στοιχείων σχετικής έρευνας η βρετανική εταιρεία διαμεσολάβησης για συναφείς αιτήσεις Astons.
O Κονσταντίν Καμίνσκι, εκπρόσωπος της εταιρείας, είπε ότι αναμφισβήτητα ένας παράγοντας της αυξητικής τάσης των αιτήσεων για απόκτηση δεύτερης υπηκοότητας σε όλο τον κόσμο είναι η πανδημία του κορωνοϊού. Όπως εξήγησε, οι αιτούντες αναζητούν χώρες που θεωρείται ότι έχουν αντιμετωπίσει με επιτυχία την πανδημία, για αυτό πέρα από την Κύπρο αυξημένη είναι η ζήτηση για υπηκοότητα Αυστραλίας, Νέας Ζηλανδίας και χωρών της Καραϊβικής.
«Παρόλα αυτά», πρόσθεσε ο ίδιος, «με το Brexit να επανέρχεται με άσχημο τρόπο στο προσκήνιο στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι επενδυτές στρέφουν εκ νέου την προσοχή τους στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και πώς αυτές θα μπορούσαν να επηρεαστούν όταν λήξει η μεταβατική περίοδος».
Αυτό εξηγεί κατά τον κ. Καμίνσκι την άνοδο των αιτήσεων προς την Κύπρο, αλλά και προς την Ελλάδα (κατά 20%) και το γεγονός ότι κατά κύριο λόγο η αύξηση αυτή προκαλείται από Βρετανούς επενδυτές. «Είναι μια τάση που περιμένουμε να επιταχυνθεί τους προσεχείς μήνες», συμπλήρωσε.
Η εταιρεία Astons, μάλιστα, συστήνει την Κύπρο ως χώρα με σταθερότητα που καλύπτει όλα τα κριτήρια που ενδιαφέρουν έναν επενδυτή για τη μετά-Brexit εποχή, μαζί με τα αντίστοιχα προγράμματα άδειας μόνιμης διαμονής και εν τέλει απόκτησης υπηκοότητας που προσφέρουν η Μάλτα, η Πορτογαλία και η Ισπανία.
Το πρακτορείο Reuters που ασχολήθηκε με το θέμα σημειώνει ότι η άδεια διαμονής στην Κύπρο μπορεί να εξασφαλιστεί σε δύο μήνες με αγορά ακινήτου αξίας 300.000 ευρώ και η υπηκοότητα σε έξι μήνες με επένδυση τουλάχιστον 2 εκ. ευρώ σε ακίνητα.
Το πρακτορείο προσθέτει ότι αρκετοί δωρητές του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος έχουν αναζητήσει την κυπριακή υπηκοότητα μετά από το δημοψήφισμα υπέρ του Brexit το 2016.