O οίκος αξιολόγησης DBRS αναβάθμισε την τάση της κυπριακής οικονομίας σε θετική, διατηρώντας την αξιολόγηση στο ΒΒΒ (low), επικαλούμενος τη βελτίωση της καθοδικής τροχιάς του δημοσίου χρέους, τη σθεναρή οικονομική ανάπτυξη, τα μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα και τις πράξεις πρόωρης αποπληρωμής χρέους.
Πλέον τρεις οίκοι αξιολόγησης (Moody’s, Fitch και DBRS) διατηρούν το κυπριακό αξιόχρεο σε θετική προοπτική, στέλνοντας τις μελλοντικές αναβαθμίσεις στο επόμενο έτος.
«Η θετική τάση αντανακλά την άποψη του DBRS ότι η προοπτική για την πτωτική τροχιά στον δείκτη δημοσίου χρέους έχει βελτιωθεί, ωθούμενη από τη διατηρήσιμα σθεναρή οικονομική ανάπτυξη, τα μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα και τις πρόωρες αποπληρωμές χρέους», αναφέρει ο καναδικός οίκος.
Εκτιμά ότι παρόλο ότι παρουσιάζονται τάσεις επιβράδυνσης, η ανάπτυξη της οικονομίας θα ανέλθει στο 3% φέτος και τον επόμενο χρόνο και θα είναι μεταξύ των ισχυρότερων ρυθμών ανάπτυξης στην ευρωζώνη. Ωστόσο, σημειώνει ότι καθοδικοί κίνδυνοι σχετίζονται με ένα λιγότερο ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον και ενδεχόμενες αρνητικές εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ενώ η οικονομία ενδεχομένως να επηρεαστεί ανοδικά λόγω του ευρύτερου οικονομικού αντίκτυπου από το καζίνο-θέρετρο και άλλα έργα.
Καταγράφεται επίσης η συνέχιση της δημοσιονομικής θέσης της Κύπρου με σημαντικά επίπεδα πλεονασμάτων που επιτρέπει στην κυβέρνηση να αποπληρώσει πρόωρα το δάνειο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) το 2020.
Όπως αναφέρει, η πραγματοποίηση δημοσιονομικών κινδύνων θα καθυστερήσει την πορεία μείωσης του δημοσίου χρέους, ωστόσο η ισχυρή ανάπτυξη, μαζί με τα μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα και τις πρόωρες αποπληρωμές αναμένονται να συνεχίσουν να συνεισφέρουν στην πτώση του δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ. Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η βελτίωση στο δείκτη «χρέος και ρευστότητα» ήταν ο κύριος λόγος για την αναβάθμιση της τάσης από σταθερή σε θετική.
Σύμφωνα με τον DBRS, η αξιολόγηση του BBB (low) υποστηρίζεται από την ισχυρή δημοσιονομική θέση, το συνετό πλαίσιο διαχείρισης δημοσίου χρέους, την ιδιότητα του μέλος της Ευρωζώνης που στηρίζει διατηρήσιμες μακροοικονομικές πολιτικές και την προσέλκυση επενδύσεων και ένα ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον.
Ωστόσο, σημειώνει ότι η Κύπρος αντιμετωπίζει σημαντικές πιστωτικές προκλήσεις, που σχετίζονται με το σημαντικό ύψος μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ) στον τραπεζικό τομέα και την οικονομία, το υψηλό επίπεδο ιδιωτικού και δημοσίου χρέους, τις εξωτερικές ανισορροπίες και την μικρή και ανοιχτή οικονομία που βασίζεται στις υπηρεσίες, κάτι που εκθέτει την Κύπρο σε αρνητικές αλλαγές στην εξωτερική ζήτηση.
Η αξιολόγηση, προσθέτει, θα μπορούσε να αναβαθμιστεί αν διατηρηθούν η υγιής οικονομική ανάπτυξη και η ισχυρή δημοσιονομική θέση, συνεισφέροντας στην πτωτική τροχιά του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, αν υπάρξει επιπλέον πρόοδος στη μείωση των ΜΕΧ και στο χρέος του ιδιωτικού τομέα, καθώς και ενίσχυση του τραπεζικού τομέα. Αντίστοιχα, η θετική τάση θα μπορούσε να επιστρέψει σε σταθερή, αν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί σημαντικά, αν η δημοσιονομική θέση εξασθενίσει ουσιαστικά και αν αντιστραφεί η πτωτική τάση των ΜΕΧ.
Για το δημόσιο χρέος, ο DBRS σημειώνει ότι παρά την μεγάλη αύξησή του το 2018 λόγω της πράξης πώλησης του «καλού» Συνεργατισμού στην Ελληνική Τράπεζα, ο δείκτης χρέους προς το ΑΠ αναμένεται να υποχωρήσει με σχετικά ταχύ ρυθμό τα επόμενα χρόνια. Από το 100,6% του ΑΕΠ το 2018, ο δείκτης δημοσίου χρέους αναμένεται να κλείσει το 2019 στο 95,6% του ΑΕΠ, ενώ βάσει των εκτιμήσεων της Κομισιόν και του ΔΝΤ θα υποχωρήσει αρκετά κάτω του 90% μέχρι το 2021. Σημειώνει επίσης ότι μετά την πρόωρη αποπληρωμή του ρωσικού δανείου το Σεπτέμβριο του 2019, η κυβέρνηση σκοπεύει να εξοφλήσει πρόωρα το δάνειο προς το ΔΝΤ εντός του 2020.
Σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά, ο οίκος εκτιμά ότι παρά τον εφ’ άπαξ αντίκτυπο της πράξης πώλησης της Συνεργατικής το 2018, που οδήγησε σε δημοσιονομικό έλλειμμα, η κυβέρνηση στοχεύει σε πλεόνασμα 3,8% του ΑΕΠ το 2019 και 2,7% τον επόμενο χρόνο, στηριζόμενη από ισχυρά έσοδα και περιορισμένες δαπάνες. Όπως αναφέρει, οι μεταρρυθμίσεις ενίσχυσης της διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών των πρόσφατων χρόνων, όπως την ΑΤΑ μαζί με τη οροφή στις δαπάνες, που περιλαμβάνεται στο νόμο περί δημοσιονομικής ευθύνης, ενισχύουν την βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών.
Σύμφωνα με τον καναδικό οίκο, οι κίνδυνοι στις δημοσιονομικές προοπτικές περιλαμβάνουν την αναμενόμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τις περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα δημόσια οικονομικά σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Στους κινδύνους περιλαμβάνονται επίσης ενδεχόμενες δαπάνες που σχετίζονται με το Πρόγραμμα Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων που παραχωρήθηκε στην Ελληνική Τράπεζα, στο πλαίσιο της πώλησης της ΣΚΤ, οι οποίες εκτιμήθηκαν στα €155 εκατ ή 0,7% του ΑΕΠ την επόμενη 12ετία.
Κίνδυνο στην χρηματοπιστωτική σταθερότητα συνιστούν οι υψηλές ΜΕΧ, επιβαρύνοντας την αξιολόγηση της Κύπρου. Οι ΜΕΧ στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα υποχώρησαν σημαντικά φτάνοντας στα €10,4 δις στο τέλος του 2018, παρουσιάζοντας μείωση 65% από την κορύφωσή τους το 2015.
Σημειώνεται ότι σημαντικό μέρος της μείωσης οφείλεται στην πώληση της ΣΚΤ στην Ελληνική και στη μεταφορά ΜΕΧ €5,8 δις στην κρατική ΚΕΔΙΠΕΣ.
Ωστόσο, ο DBRS θεωρεί πως το 2019 η πρόοδος στη μείωση των ΜΕΧ ήταν περιορισμένη, αφού μέχρι τον Μάιο η μείωση του αποθέματος των κόκκινων δανείων ήταν 1% και ήταν οργανική, δηλαδή αποπληρωμών, ανταλλαγή ακινήτων έναντι χρέος και διαγραφές. Σημειώνει ακόμη ότι τα δάνεια με εξασφάλιση κύρια κατοικίας που θα υπαχθούν στο σχέδιο ΕΣΤΙΑ υπολείπονται σημαντικά από τον στόχο των €3,4 δις, που ήταν η αρχική εκτίμηση.
Πάντως, ο οίκος αναμένει περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των ΜΕΧ, εν αναμονή νέων πωλήσεων πακέτων κόκκινων δανείων. Οι κυπριακές τράπεζες, συμπληρώνει, παραμένουν κερδοφόρες με τα κεφαλαιακά επίπεδα και την ικανότητα απορρόφησης απομείωσης δανείων να αυξάνονται σε ικανοποιητικά επίπεδα, πέραν του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ο DBRS σημειώνει ότι η Κύπρος επωφελείται από ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον και ορθούς θεσμούς. Υποδεικνύει ότι η κυβέρνηση παραμένει δεσμευμένη στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της χώρας, σημειώνοντας ωστόσο δεν διαθέτει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, κάτι που οδήγησε σε καθυστερήσεις στην υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων, όπως τη μεταρρύθμιση στη δημόσια υπηρεσία και την τοπική αυτοδιοίκηση. Αναδεικνύει δε την πρόσφατη τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου για τις εκποιήσεις, η τύχη της οποίας εκκρεμεί στο Ανώτατο, που οδήγησε σε πισωγύρισμα της εφαρμογής του πλαισίου που είχε θεσπιστεί το 2018.