Ο ρυθμός ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας προβλέπεται να κυμανθεί γύρω στο 2,9% το 2020, ενώ για τα έτη 2021 και 2022 αναμένεται να κυμανθεί στο 2,7%, αντίστοιχα, σύμφωνα με τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2020, που ενέκρινε σήμερα το Υπουργικό Συμβούλιο. Το 2020 ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,2% και η ανεργία στο 6% του εργατικού δυναμικού. Ο Προϋπολογισμός προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 5,1% του ΑΕΠ και περιορισμό του δημόσιου χρέους στο 91,1%.
Όπως αναφέρεται, ο Προϋπολογισμός για το 2020 είναι προσαρμοσμένος στις τρέχουσες εξελίξεις, αντικατοπτρίζει τους στρατηγικούς στόχους της Κυβέρνησης και βασίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής (ΣΠΔΠ) 2020 – 2022 που ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του στις 15 Μαΐου 2019.
Οι βασικοί στόχοι της οικονομικής πολιτικής παραμένουν αμετάβλητοι και περιλαμβάνουν τη διατήρηση της μακροοικονομικής σταθερότητας, τη βιώσιμη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τη διατήρηση ευνοϊκού περιβάλλοντος για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσα από τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η ενίσχυση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας, η βιώσιμη ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας, σημειώνεται.
Αναφέρεται ότι οι ικανοποιητικοί ρυθμοί της οικονομίας προβλέπεται ότι θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου, με τον ρυθμό ανάπτυξης για το 2020 να προβλέπεται στο 2,9%, οδηγώντας έτσι στην επίτευξη συνθηκών πλήρους απασχόλησης.
Η σχετική επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης οφείλεται, όπως σημειώνεται, στη σημαντική μεγέθυνση του ΑΕΠ των προηγούμενων ετών αλλά και στην αβεβαιότητα που επικρατεί στο εξωτερικό περιβάλλον, με την ένταση του προστατευτισμού στο διεθνές εμπόριο και με ορατό το ενδεχόμενο άτακτης εξόδου του ΗΒ από την ΕΕ.
Αναφέρεται ακόμα ότι μετά την πλήρη εξόφληση του δανείου που είχε αναληφθεί από την Ρωσική κυβέρνηση, το δημόσιο χρέος για το 2019 εκτιμάται ότι θα περιοριστεί στο 97,4% του ΑΕΠ. Περαιτέρω αναφέρεται ότι για το 2020 προγραμματίζεται, μεταξύ άλλων, η πρόωρη αποπληρωμή του χρέους προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με αποτέλεσμα το ύψος του δημοσίου χρέους να περιοριστεί περαιτέρω, στο 91,1% του ΑΕΠ. Επίσης, τα καθαρά ταμειακά πλεονάσματα από τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της Κυπριακής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (ΚΕΔΙΠΕΣ) θα συνεισφέρουν στην ανάκτηση της κρατικής ενίσχυσης από το τέλος του 2019, ενισχύοντας περαιτέρω τα ρευστά διαθέσιμα και τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.
Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό, κατά το 2020 αναμένεται περαιτέρω πρόοδος σε σχέση με την αντιμετώπιση των εναπομείναντων προκλήσεων που σχετίζονται με το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι προγραμματίζονται σημαντικές πωλήσεις χαρτοφυλακίων μη-εξυπηρετούμενων δανείων που θα βελτιώσουν την ποιότητα του ισολογισμού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ παράλληλα έχει τεθεί σε εφαρμογή το Σχέδιο Εστία το οποίο θα βοηθήσει στη ρύθμιση μη-εξυπηρετούμενων δανείων με υποθήκη την πρώτη κατοικία του δανειολήπτη, στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων.
Προστίθεται ότι η θέση ρευστότητας των τραπεζών παραμένει ισχυρή και η κεφαλαιακή τους επάρκεια σε ικανοποιητικά επίπεδα, ενώ ως βασική προϋπόθεση, για την περαιτέρω εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, θεωρείται η σταθερότητα σε σχέση με το νομοθετικό πλαίσιο.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια και με βάση τον προτεινόμενο προϋπολογισμό για το 2020, το δημοσιονομικό ισοζύγιο προβλέπεται για άλλη μια χρονιά να είναι πλεονασματικό και να ανέλθει στο 2,7% του ΑΕΠ, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να ανέλθει στο 5,1% του ΑΕΠ. Προβλέπονται έσοδα γενικής κυβέρνησης ύψους €10 δις και δαπάνες γενικής κυβέρνησης ύψους €9,4 δις. Οι πρωτογενείς δαπάνες της Κεντρικής Κυβέρνησης (δαπάνες κρατικού προϋπολογισμού) θα ανέλθουν στα €6,94 δις, θα είναι δηλαδή αυξημένες σε σχέση με τον προϋπολογισμό του 2019 κατά €633 εκ..
Σημειώνεται ότι, με βάση το ΣΠΔΠ 2020-2022, οι δαπάνες προϋπολογισμού για το 2020 είχαν καθοριστεί στα €6,55 δις. Η μεγαλύτερη, από την αναμενόμενη, αύξηση των δαπανών οφείλεται κυρίως στην αύξηση των δημοσίων δαπανών για την υγεία. Συγκεκριμένα, ο προϋπολογισμός του Υπουργείου Υγείας για το 2020 θα ανέλθει στα €926,8 εκ, σε σχέση με €620 εκ το 2019, λόγω της σημαντικής ενίσχυσης της λειτουργίας του ΟΚΥΠΥ, ενώ παράλληλα η συνεισφορά του κράτους στο ΓΕΣΥ ανέρχεται στα €470 εκ. για το 2020. Κρίνεται, συνεπώς, ως εξαιρετικά σημαντική η ορθολογική λειτουργία και οικονομική διαχείριση του ΟΚΥΠΥ και η ανάκτηση του κόστους των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών του μέσω του συστήματος του ΓΕΣΥ, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι σήμερα συμβαίνει, προκειμένου να περιοριστεί η κρατική ενίσχυση του ΟΚΥΠΥ στα επίπεδα που είχε αρχικά εκτιμηθεί.
Αύξηση των δαπανών για το 2020 προκύπτει επίσης, όπως αναφέρεται, λόγω συμπερίληψης ποσού €40 εκ στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας για την προώθηση των εργασιών κατασκευής των υποδομών για την έλευση φυσικού αερίου. Το σύνολο όμως αυτής της δαπάνης θα ανακτηθεί από το χρηματοδοτικό πρόγραμμα «Συνδέοντας την Ευρώπη» της ΕΕ διασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την ισόποση αύξηση των δημοσίων εσόδων και συνεπώς την δημοσιονομική ουδετερότητα αυτής της επιπρόσθετης δαπάνης.
Μέσω του προτεινόμενου κρατικού προϋπολογισμού καθίσταται εφικτή η υλοποίηση σημαντικών έργων και προγραμμάτων, όπως είναι τα έργα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης που έχουν προγραμματιστεί, η περαιτέρω ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας, η ίδρυση Υφυπουργείου Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής, η σύσταση και λειτουργία επενδυτικού ταμείου για παροχή χρηματοδότησης κεφαλαίου κυρίως σε καινοτόμες επιχειρήσεις (Equity Fund), η ανάπτυξη εφαρμογών της τεχνολογίας Blockchain στο δημόσιο τομέα, η υλοποίηση της Στρατηγικής Ανάπτυξης του Τροόδους, η νέα στεγαστική πολιτική και η προώθηση σημαντικών έργων υποδομής (αστικής ανάπτυξης, ενεργειακής υποδομής, οδικά, κτιριολογικά).
Σύμφωνα με το κείμενο του Προϋπολογισμού, στο πλαίσιο της φορολογικής πολιτικής και στη βάση των δημοσιονομικών περιθωρίων, προωθείται ένα νέο φορολογικό κίνητρο, αυτό της αύξησης της έκπτωσης για συνεισφορές προσώπων σε συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά ταμεία στο 20% (δηλαδή από 1/6 σε 1/5 του ετήσιου μισθού) με την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων του 2019. Προωθείται επίσης η απλοποίηση και ελάφρυνση του Τέλους Χαρτοσήμου. Σε σχέση με την ενίσχυση της φοροεισπρακτικής ικανότητας του κράτους και την πάταξη της φοροδιαφυγής, θα προωθηθεί το μέτρο της υποχρεωτικής υποβολής φορολογικής δήλωσης αλλά και το μέτρο της υποχρεωτικής αποδοχής ηλεκτρονικών πληρωμών.
Σημειώνεται δε ότι όλα τα πιο πάνω μέτρα βρίσκονται ενώπιον της Νομικής Υπηρεσίας και αναμένεται η ολοκλήρωση του νομοτεχνικού ελέγχου. Εντός του 2020 αναμένεται επίσης, η έναρξη υλοποίησης της σημαντικής επένδυσης που αφορά στο νέο μηχανογραφικό σύστημα του Τμήματος Φορολογίας, ενώ θα τεθεί σε δημόσιο διάλογο το πλαίσιο για μια «Πράσινη» φορολογική μεταρρύθμιση.
Περαιτέρω αναφέρεται ότι δεν προβλέπεται η παραχώρηση γενικών αυξήσεων στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά προβλέπεται η συνέχιση της σταδιακής άρσης των αποκοπών, σύμφωνα με τις πρόνοιες της νομοθεσίας. Τονίζεται ακόμα ότι εξαιρετικά σημαντική για τη δημοσιονομική σταθερότητα κρίνεται η έκβαση των δικαστικών υποθέσεων σε σχέση με τις αποκοπές στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Σύμφωνα με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο, οι προοπτικές της κυπριακής οικονομίας μεσοπρόθεσμα αναμένεται να συνεχίσουν να παραμένουν θετικές. Ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να κυμανθεί γύρω στο 2,9% το 2020, ενώ για τα έτη 2021 και 2022 αναμένεται να κυμανθεί στο 2,7%, αντίστοιχα. Ο ρυθμός πληθωρισμού (ΔΤΚ) για το 2020 προβλέπεται να κυμανθεί στο 1,2%, ενώ για τα έτη 2021 και 2022 προβλέπεται να ανέλθει στο 1,5% αντίστοιχα. Το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να μειωθεί γύρω στο 6% του εργατικού δυναμικού το 2020, και ακολούθως το 2021 να περιορισθεί στο 5,5% και το 2022 να μειωθεί περαιτέρω στο 5%.
Τέλος, στο κεφάλαιο της ανάλυσης κινδύνων σημειώνεται ότι ελλοχεύουν κίνδυνοι τόσο από το εσωτερικό περιβάλλον όσο και από το εξωτερικό που δύναται να αποσταθεροποιήσουν την κυπριακή οικονομία και ως εκ τούτου επιβάλλεται εγρήγορση και προσήλωση στη συνετή δημοσιονομική πολιτική και τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια.
Συγκεκριμένα, από πλευράς του εσωτερικού περιβάλλοντος, αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία δύναται να προέλθουν, μεταξύ άλλων, από τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις σε βάρος της Δημοκρατίας που δύναται να προκύψουν από δικαστικές υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Σημειώνονται ιδιαίτερα οι επικείμενες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου σε σχέση με τις προσφυγές εργαζομένων και συνταξιούχων του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα έναντι της ψήφισης του περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου (Ν.168/2012). Επίσης, από τις συνεχιζόμενες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας λόγω του ψηλού ακόμα ποσοστού μη-εξυπηρετούμενων δανείων.
Σε ό,τι αφορά τους εξωτερικούς δυνητικούς κινδύνους, αυτοί περιλαμβάνουν το οικονομικό περιβάλλον στις Η.Π.Α., Ε.Ε. και ευρωζώνη που εξακολουθεί να είναι σχετικά ασταθές και σε ορισμένες περιπτώσεις οι τάσεις επιβράδυνσης ή/και ύφεσης είναι προφανείς, με συνακόλουθες επιπτώσεις στην κυπριακή οικονομία. Επιπρόσθετα των πιο πάνω, τυχόν άτακτη έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ αναμένεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο, κυρίως στην οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου, που αποτελεί σημαντική αγορά για την κυπριακή οικονομία.