Η παρατηρούμενη μείωση του προσδόκιμου ορίου ζωής στην Ελλάδα σε σχέση με τις μνημονιακές παρενέργειες και τις μειώσεις στις δαπάνες υγείας. Γράφει ο κ. Γιάννης Βοτσαρίδης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ασφαλιστικής εταιρείας INTERLIFE.
Του Γιάννη Βοτσαρίδη*
Δημοσιεύθηκε πριν μερικούς μήνες και πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Και όμως, ήταν μια εξαιρετικά σημαντική είδηση που αφορά το δημογραφικό -και όχι μόνον- μέλλον αυτού του τόπου. Για πρώτη φορά από το 1960 που γίνονται συγκριτικές μετρήσεις, κατεγράφη το 2015 μείωση του Προσδόκιμου Ζωής στην Ελλάδα, σε μέτρηση του ΟΟΣΑ που αφορά τις 22 χώρες του Οργανισμού.
Το Προσδόκιμο Επιβίωσης στην Ελλάδα το 2015 κυμάνθηκε στα 81,1 έτη -έναντι 81,5 το 2014- ενώ έχει ενδιαφέρον να δούμε την εξέλιξή του τα τελευταία 60 περίπου χρόνια: Το 1960 λοιπόν ο μέσος όρος ζωής στη χώρα μας ήταν μόλις 72 έτη, το 1970 ήταν 73,8, το 1980 75,3, το 1990 77,1, το 2000 έφτασε τα 78,6, το 2010 τα 80,7 και το 2014 τα 81,5, για να πέσει, όπως αναφέραμε, το 2015 στα 81,1.
Αυτό, όμως, που έχει επίσης σημασία είναι η μείωση της διαφοράς του Προσδόκιμου σε σχέση με τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ: Ενώ το 1960 η διαφορά αυτή ήταν 4 χρόνια (Ελλάδα 72 έτη Μέσος Όρος, ΟΟΣΑ 68 έτη), το 2015 τείνει να εξισωθεί (Ελλάδα 81,1, Μέσος Όρος ΟΟΣΑ 80,6).
Άρα όσο περνούν οι δεκαετίες, οι Ευρωπαίοι αυξάνουν τη βιωσιμότητά τους με υψηλότερους ρυθμούς από τους Έλληνες, οι οποίοι πριν από 50 χρόνια ήταν μεταξύ των πρωταθλητών της μακροζωίας.
Πού οφείλεται, όμως, η κάμψη αυτή στη χώρα μας, που ήδη μαστίζεται από υπογεννητικότητα και τώρα αντιμετωπίζει και τη μείωση του Προσδόκιμου Ζωής; Σχετικές έρευνες αποδίδουν το φαινόμενο προφανώς στην οικονομική ύφεση των μνημονιακών μέτρων, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της Συνολικής Χρηματοδότησης για Δαπάνες Υγείας (-32,4% στο διάστημα 2010-2016) και της Δημόσιας Χρηματοδότησης για την Υγεία (-42,5%).
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την ίδια περίοδο, οι Δαπάνες Υγείας στην ΕΕ αυξάνονταν κατά 11,8% και 10,1% αντίστοιχα. Είναι αυτονόητο, λοιπόν, ότι η οικονομική ανέχεια φέρεται ως κύριος υπεύθυνος για το γεγονός ότι οι Έλληνες τεκνοποιούν λιγότερο και ζουν λιγότερο.
Ακούγεται σοκαριστικό, αλλά το 2050 ο πληθυσμός της χώρας από 11 περίπου εκατομμύρια θα έχει πέσει κάτω από 9 εκατ., εάν αυτό το φαινόμενο συνεχιστεί. Το ίδιο -όχι και τόσο μακρινό- έτος, ένας στους τρεις Έλληνες θα είναι άνω των 65 ετών… Τα παραπάνω στοιχεία δεν είναι απλώς νούμερα.
Είναι μια ζοφερή εικόνα από το μέλλον που πρέπει να μας προβληματίζει βαθιά, τόσο για την ίδια την υπόσταση της χώρας σε σχέση με το εγγύς και διεθνές περιβάλλον της (ας μην ξεχνούμε ότι οι εξ ανατολών γείτονές μας αυξάνονται και πληθύνονται διαρκώς, αδιάφοροι για τις κρίσεις), όσο και για την οικονομική και παραγωγική δυνατότητα της ελληνικής κοινωνίας σε συνθήκες διαρκούς και παρατεταμένης δημογραφικής κρίσης. Απαιτείται, κατά συνέπεια, άμεση αντίδραση σε έναν ύπουλο εχθρό που προέκυψε ως παράπλευρη απώλεια της μνημονιακής λιτότητας. Έναν εχθρό που για κανένα λόγο δεν πρέπει να υποτιμήσουμε.
* Ο κ. Γιάννης Βοτσαρίδης είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ασφαλιστικής εταιρείας INTERLIFE