ΛΟΓΟΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΕ ΜΙΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΓΟΡΑ

1. Εύρεση κεφαλαίων

Εκτιμάται, ότι σήμερα, η αναζήτηση κεφαλαίων σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, από διάφορες οικονομικές μονάδες (ώριμες, start-up, νεότευκτες κ.ο.κ.) αγγίζει τα 40 με 50 τρισεκατομμύρια ευρώ. Όλες αυτές οι απαιτήσεις, αναφέρονται στη χρηματοδότηση ιδεών, επιχειρησιακών πλάνων, επεκτάσεων κ.λπ., με υποσχόμενες αποδόσεις που ξεκινούν από το 6% με 8% στη χειρότερη περίπτωση και φθάνουν έως και το 100%, με τις περισσότερες να κινούνται σε ένα μέσο άξονα της τάξης του 12% με 18%. Από την άλλη πλευρά, τα διαθέσιμα funds, είτε θεσμικά, είτε ιδιωτικά, υπολογίζονται παγκόσμια στα 2,5 με 3 τρισεκατομμύρια ευρώ, από τα οποία τουλάχιστον τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ αφορούν τους θεσμικούς. Στο πλαίσιο των θεσμικών επενδυτών, το 80% περίπου των funds, ξεκινά με την παραδοχή (by the Funds Rulebook), ότι επενδύει σε εταιρίες με χρηματιστηριακό ISIN, ορατές στα παγκόσμια δίκτυα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (Bloomberg, Reuters κ.α.).
Γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτό, ότι τη συγκεκριμένη προϋπόθεση, δεν τίθεται μόνο για λόγους ορατότητας, αλλά ταυτόχρονα και για λόγους αξιοπιστίας των εξεταζόμενων επενδυτικών προτάσεων, καθώς ο μέσος fund manager θέλει να αισθάνεται ασφαλής, ότι η αιτούσα εταιρία, η οποία μπορεί να εδρεύει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από αυτόν, είναι πραγματική, λογοδοτεί κάπου και συγκεκριμένα σε μια χρηματιστηριακή αρχή, τηρεί διαδικασίες διαφάνειας, τα στοιχεία της αποτελούν αντικείμενο ανοιχτής εξέτασης, κατά συνέπεια είναι αξιόπιστα, κ.ο.κ. .
Στην παραπάνω πραγματικότητα, έρχεται να προστεθεί και μια ακόμη αλήθεια σε όρους πρακτικής.
Για να προσεγγιστεί με σοβαρότητα και πιθανότητες επιτυχίας ένας δυνητικός επενδυτής, είτε πρόκειται για fund, είτε για ιδιώτη, η αιτούσα πλευρά θα πρέπει να παρουσιάσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τρία βασικά έγγραφα :
(α) ένα ενδελεχές και με βάση τα διεθνή πρότυπα Επιχειρησιακό Πλάνο με ορίζοντα πενταετίας, το οποίο απαραίτητα θα συμπεριλαμβάνει την ανάλυση του ανταγωνισμού, το πλάνο marketing και το financial model με όλες τις παραδοχές κερδοφορίας και ταμειακών ροών,
(β) μια Έκθεση Αποτίμησης του παραπάνω Επιχειρησιακού Πλάνου από Ανεξάρτητο Εκτιμητή και
(γ) τέλος μια Έκθεση Νομικού Ελέγχου, στην οποία θα παρουσιάζεται τόσο ο φορέας όσο και ο κλάδος που δραστηριοποιείται.
Δυστυχώς για τους ίδιους, οι συντριπτικά περισσότεροι επιχειρηματίες, συνοψίζουν τις προσπάθειες προσέγγισης κεφαλαίων με προχειρότητα και στις καλύτερες των περιπτώσεων με ένα PowerPoint μερικών σελίδων, συνοδευόμενο από ορισμένους πίνακες 5-6 σειρών με αστήρικτες παραδοχές εσόδων και κερδών. Και γι’ αυτό και αποτυγχάνουν.
Εάν όμως, κάποιος επιχειρηματίας κατορθώσει να αντιληφθεί την παραπάνω πραγματικότητα και προχωρήσει στο στήσιμο ενός πλήρους φακέλου, ο οποίος θα συμπεριλαμβάνει τα παραπάνω, στην πραγματικότητα θα έχει φθάσει να καταβάλλει το 70%-80% του κόστους της εισαγωγής των μετοχών του σε μια χρηματιστηριακή αγορά, ενώ θα έχει καλύψει το 80% με 90% του περιεχομένου ενός πλήρους Ενημερωτικού Δελτίου που απαιτείται για την αίτησή του. Είναι λοιπόν άτοπο, να μην προχωρήσει σε μια κίνηση ολοκλήρωσης, η οποία θα του δώσει πρόσβαση σε μια τριπλάσια παγκόσμια αγορά διαθέσιμων κεφαλαίων, από εκείνη που θα μπορεί να απευθυνθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Πέραν όμως της δυνατότητας που δίνεται σε μια εταιρία να απευθυνθεί ως εισηγμένη πλέον στα διεθνή pool κεφαλαίων, η πρακτική αποδεικνύει ότι στη διαδικασία της εισαγωγής της, μπορεί να βρει τα αρχικά κεφάλαια, ή τουλάχιστον μέρος αυτών, μέσα από τον στενό κύκλο του ίδιου του επιχειρηματία, ήτοι από τους φίλους, τους συνεργάτες, τους συγγενείς, τους πελάτες και τους προμηθευτές του.
Η δυνατότητα αυτή αποκτάται από την επιχείρηση, καθώς η εισαγωγή των μετοχών της Εταιρίας ‘απενεχοποιεί’ τον ιδιοκτήτη της να στραφεί στους παραπάνω κύκλους, καθώς :
(α) οι επενδυτές πάντοτε επενδύουν πρώτα στον άνθρωπο που θα αναλάβει να τρέξει μια επιχειρηματική ιδέα και μετά στην ίδια την ιδέα, άρα είναι λογικό να επενδύσουν σε κάποιο που αποδέχονται επιχειρηματικά και αναγνωρίζουν τις ικανότητές του,
(β) η ίδια η εισαγωγή, σηματοδοτεί ένα παραπάνω αναπτυξιακό βήμα για την κάθε επιχείρηση,
(γ) ο επιχειρηματίας δε χρειάζεται να μπει σε διαπραγμάτευση με τους δυνητικούς επενδυτές αναφορικά με την τιμή διάθεσης της μετοχής του, καθώς αυτή ορίζεται/εγκρίνεται από έναν πραγματικά ανεξάρτητο τρίτο, δηλαδή από το Διοικητικό Συμβούλιο ενός Χρηματιστηρίου και
(δ) φυσικά το προφανές, ότι οι μετοχές που θα λάβουν, πέραν της μερισματικής απόδοσης που μπορεί να δώσουν, υπάρχει η δυνατότητα να γράψουν και υπεραξίες στο χρηματιστηριακό ταμπλό, ως ένα διαπραγματεύσιμο επενδυτικό προϊόν.
Καταληκτικά, η εισαγωγή μιας εταιρίας, που ενδιαφέρεται για την εύρεση νεών κεφαλαίων, σε μια χρηματιστηριακή αγορά, δεν είναι μια κοστοβόρα επιλογή, είναι μια επενδυτική επιλογή σε όρους profile, σοβαρότητας και αξιοπιστίας. Είναι μια επιλογή-μονόδρομος.

2. Φορολογικοί λόγοι

Η εισαγωγή των μετοχών ακόμη και μιας πολύ μικρής εταιρίας σε μια χρηματιστηριακή αγορά, είθισται επίσης να επιλέγεται και για φορολογικούς λόγους. Αναλυτικότερα, μια εισηγμένη εταιρία είναι σε θέση να μειώσει το κόστος μεταβίβασης υφιστάμενων μετοχών σε νέους επενδυτές ή σε επιλεγμένους υφιστάμενους μετόχους στο ύψος του κόστους μιας χρηματιστηριακής πράξης.
Η συγκεκριμένη λογική, αυτής της εισαγωγής των μετοχών μιας εταιρίας σε μια χρηματιστηριακή αγορά για φορολογικούς λόγους, ήταν και αυτή η οποία οδήγησε τα τελευταία πέντε χρόνια πληθώρα αμερικάνικων εταιριών σε πραγμάτωση εισαγωγών στις Εναλλακτικές Αγορές των Ευρωπαϊκών Χρηματιστηρίων. Οι Ευρωπαίοι δείχνουν πλέον να ακολουθούν, με περισσότερο αργούς ρυθμούς, αλλά με τον ίδιο ενθουσιασμό, καθώς και σε επίπεδο Ε.Ε. πλέον έχει ξεκινήσει -με την εφαρμογή του περιουσιολογίου και της αυτόματης ανταλλαγής πληροφόρησης των δαπανών που πραγματοποιούν οι πολίτες σε όλο το φάσμα της Ένωσης- η αυστηρότερη επιτήρηση των διακινούμενων κεφαλαίων.

3. Οικονομική Μηχανική

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου πολλές εταιρίες αναγκάζονται, είτε να καταγράψουν ζημίες στους μητρικούς τους ισολογισμούς, είτε να μην είναι σε θέση αν αποτιμήσουν ορθά τις συμμετοχές τους, διατηρώντας έτσι αφανείς υπεραξίες, οι οποίες δεν μπορούν να αποτυπωθούν στις οικονομικές τους καταστάσεις, να επηρεάσουν θετικά τους δείκτες τους και να βελτιώσουν την επίσημη εικόνα τους, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τους τραπεζίτες τους, τους συνεργάτες διεθνείς και ντόπιους και φυσικά –εφόσον υπάρχει σχετική επιθυμία- τους δυνητικούς επενδυτές.
Στις πλέον λογικές επιλογές που υπάρχουν για τις αντίστοιχες περιπτώσεις, εντάσσεται η στρατηγική της εισαγωγής των θυγατρικών τους σε κάποια χρηματιστηριακή αγορά της ευρωζώνης, προκειμένου με βάση το ΔΛΠ 27 «Ενοποιημένες και ατομικές οικονομικές καταστάσεις», οι συµµετοχές σε θυγατρικές επιχειρήσεις να αποτιμώνται στην ημερομηνία του ισολογισμού, στην εύλογη αξία τους, ήτοι στη χρηματιστηριακή τους αξία.
Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατόν να καταγραφούν οι κρυμμένες υπεραξίες στον ισολογισμό της μητρικής και να αποτυπωθούν στους δείκτες της Εταιρίας.

4. Ενίσχυση αξιοπιστίας

Ειδικότερα για τις εταιρίες που κινούνται στους κλάδους :
• των λιανικών πωλήσεων,
• των παραγόμενων προϊόντων για το ευρύ καταναλωτικό κοινό,
• των εξαγωγών,
• των ποιοτικών προϊόντων,

η εισαγωγή τους και μόνον σε μια χρηματιστηριακή αγορά, αποδεικνύεται από την πρακτική ότι τους εξασφαλίζει:

  • αναγνωρισιμότητα του brand name,
  • βελτίωση της παραμέτρου της αξιοπιστίας τους,
  • ενίσχυση του corporate profile έναντι όλου του κύκλου των πελατών, προμηθευτών, συνεργατών, τόσο στη χώρα δραστηριοποίησης, όσο και στο εξωτερικό,
  • ταύτιση με τις έννοιες της σοβαρής και αξιόλογης εταιρίας.

Στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα, θεωρείται από τους ίδιους τους επιχειρηματίες ως αποδεκτή πραγματικότητα το γεγονός, ότι τα κόστη της εισαγωγής τους, ουσιαστικά «επέστρεψαν» στην εταιρία τους μέσω της έμμεσης διαφήμισης που κέρδισε το brand name από την όλη διαδικασία.

5. Διαρκής Αποτίμηση

Η εισαγωγή μιας μετοχικής αξίας σε μια χρηματιστηριακή αγορά, δίνει το πλεονέκτημα στην ίδια την εταιρία της λειτουργίας ενός μηχανισμού αποτίμησης της αξίας της, η οποία μάλιστα καθίσταται μέσω των παγκόσμιων δικτύων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης ορατή στην παγκόσμια επενδυτική κοινότητα. Δεν είναι λίγοι οι επιχειρηματίες, οι οποίοι λειτουργώντας προνοητικά, επιλέγουν την εισαγωγή της μετοχής τους σε μια χρηματιστηριακή αγορά, έτσι ώστε εάν ανά πάσα στιγμή, είτε δεχθούν κάποια πρόταση εξαγοράς, είτε επιλέξουν την οδό της διερεύνησης για κάποιο θεσμικό επενδυτή, να είναι σε θέση να ξεκινήσουν την όποια διαπραγμάτευση από ένα συγκεκριμένο, θεωρούμενο ως αποδεκτά καθορισμένο από την αγορά, επίπεδο κεφαλαιοποίησης. Η άποψη αυτή ενισχύεται ακόμη περισσότερο και από το γεγονός, ότι η τιμή εισαγωγής και κατ΄ επέκταση αρχικής διαπραγμάτευσης μιας εταιρίας σε ένα Χρηματιστήριο, ουσιαστικά εγκρίνεται από κάποιο Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο θεωρείται ανεξάρτητο, κατά συνέπεια και δίκαιο.
Πέραν αυτών, οι περισσότεροι fund managers, που είτε κατ’ εντολή των δικών τους επενδυτικών επιτροπών, είτε κατ’ εντολή μεγάλων πελατών τους, αναλάβουν τη διερεύνηση για την στρατηγική τοποθέτηση ή ακόμη και για την εξαγορά μιας εταιρίας ενός συγκεκριμένου κλάδου, σε μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, το σημείο έναρξης της έρευνάς τους αποτελούν τα χρηματιστηριακά ταμπλό της επιλεγμένης περιοχής και όχι ο Χρυσός Οδηγός.